σοσιαλισμός — Σε ευρύτατη έννοια περιλαμβάνει κάθε σύστημα στο οποίο υπερισχύουν οι απαιτήσεις της κοινωνίας σε αντίθεση προς τις ατομιστικές τάσεις, που χαρακτηρίζουν το φιλελευθερισμό. Σε στενότερη όμως έννοια ταυτίζεται με το μαρξισμό, ενώ ανάλογες σχέσεις… … Dictionary of Greek
Βαντερβέλντε, Εμίλ — (Émil Vandervelde, Βρυξέλλες 1866 – 1938). Βέλγος πολιτικός, αρχηγός του Βελγικού Εργατικού Κόμματος. Έγινε βουλευτής το 1900, υπουργός Επισιτισμού το 1914 με την κήρυξη του πολέμου και, από το 1914 έως το 1918, διετέλεσε διαδοχικά υπουργός… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
υπαρκτός — ή, ό / ὑπαρκτός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπάρχω] αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, πραγματικός (α. «υπαρκτό πρόβλημα» β. «μαντικὴ ὡς ἀνύπαρκτος, εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.) νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να υπάρξει 2. φρ. «υπαρκτός σοσιαλισμός» (κοινων.) βλ.… … Dictionary of Greek
φεμινισμός — Ιδεολογικό κίνημα, που διεκδικεί την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Φαινόμενο τυπικό των νεότερων χρόνων, εμφανίζεται ως θεωρία με τη Γαλλική επανάσταση. Έως τότε, το ζήτημα της θέσης της γυναίκας σε σχέση… … Dictionary of Greek
φιλελευθερισμός — Οικονομική θεωρία που κηρύσσει την αποχή του κράτους από κάθε επιτακτική επέμβαση στην οικονομική ζωή και στον σχηματισμό των τιμών. Ο φ. συνδυάζεται συνήθως με τη φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη και στην πραγματικότητα και η μία και η άλλη… … Dictionary of Greek
χριστιανοσοσιαλισμός — ο, Ν ο χριστιανικός σοσιαλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + σοσιαλισμός] … Dictionary of Greek
Γιαννιός, Νικόλαος — (Άνδρος 1885 – Αθήνα 1958). Δημοσιογράφος και κοινωνιολόγος. Μετά τη φοίτησή του στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε φιλολογία. Στην Αθήνα, αργότερα, πήρε ενεργό μέρος στους κοινωνικούς αγώνες και… … Dictionary of Greek
Καστοριάδης, Κορνήλιος — (Κωνσταντινούπολη 1922 – Παρίσι 1997). Φιλόσοφος. Εγκαταστάθηκε σε μικρή ηλικία στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, οικονομικά και φιλοσοφία. Από τα φοιτητικά του χρόνια σύχναζε στον κύκλο του Αρχείου Φιλοσοφίας, μέλη του οποίου ήταν, μεταξύ άλλων … Dictionary of Greek
Panhellenic Socialist Movement — Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα Leader George Papandreou Founder … Wikipedia